- πεδιοπλοκτυπος
- πεδιοπλόκτυποςπεδι-οπλό-κτῠπος2(v. l. πεδί΄ ὁπλόκτυπος) выстукиваемый (производимый) ударами копыт
(βοή Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βοή Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεδιοπλόκτυπος — ον, Α (για ήχο) αυτός που παράγεται από το χτύπημα τών πετάλων ή τών οπλών τού αλόγου στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + ὁπλή + κτύπος] … Dictionary of Greek